- ατταται
- ἀτταταῖἀττᾰταῖтж. ἀττᾰτᾰταῖ и ἀττᾰταίαξ interj. возглас скорби ах!, увы! Soph., Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ατταταί — ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α) επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀτταταῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀτταταῖ — ἀτταταῖ , ἀτταταῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)